- μαργοσύνη
- μαργοσύνη, ἡ (Α) [μάργος]1. λαιμαργία (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.)2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαργοσύνῃ — μαργοσύνη gluttony fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργοσύναις — μαργοσύνη gluttony fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργοσύνην — μαργοσύνη gluttony fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργοσύνης — μαργοσύνη gluttony fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργοσύνῃσι — μαργοσύνη gluttony fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργοσύνῃσιν — μαργοσύνη gluttony fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργοσυνάων — μαργοσυνά̱ων , μαργοσύνη gluttony fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)